μειοδοσία

μειοδοσία
η
1. η ενέργεια τού μειοδοτώ, η προσφορά μικρότερης τιμής σε δημοπρασία για την εκτέλεση ενός έργου ή για την προμήθεια ενός πράγματος
2. μτφ. επίδειξη δουλικότητας
3. φρ. «εθνική μειοδοσία» — η προδοσία από κάποιον τών συμφερόντων τής πατρίδας του, ασυγχώρητη υποχωρητικότητα από ανικανότητα ή ιδιοτέλεια σε βάρος τών εθνικών συμφερόντων κατά την άσκηση μιας πολιτικής ή κατά τον χειρισμό θεμάτων εθνικής σημασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μειοδοσία — η η προσφορά μικρότερης τιμής σε διαγωνισμό για κατασκευή έργου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μειοδοτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μειοδοσία ή αυτός που αποβλέπει σε αυτήν 2. αυτός που γίνεται με μειοδοσία (α. «μειοδοτική δημοπρασία» β. «μειοδοτικός διαγωνισμός»). επίρρ... μειοδοτικώς και μειοδοτικά με μειοδοτικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • μειοδοτικός — ή, ό αυτός που γίνεται με μειοδοσία: Προκηρύχθηκε μειοδοτικός διαγωνισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”