- μειοδοσία
- η1. η ενέργεια τού μειοδοτώ, η προσφορά μικρότερης τιμής σε δημοπρασία για την εκτέλεση ενός έργου ή για την προμήθεια ενός πράγματος2. μτφ. επίδειξη δουλικότητας3. φρ. «εθνική μειοδοσία» — η προδοσία από κάποιον τών συμφερόντων τής πατρίδας του, ασυγχώρητη υποχωρητικότητα από ανικανότητα ή ιδιοτέλεια σε βάρος τών εθνικών συμφερόντων κατά την άσκηση μιας πολιτικής ή κατά τον χειρισμό θεμάτων εθνικής σημασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως].
Dictionary of Greek. 2013.